- Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας
- ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες στάσεις, συνοδευόμενοι, αν και όχι πάντα, από οστέινα εργαλεία, κοσμήματα, οστά ζώων ή και λουλούδια. Στον ελλαδικό χώρο, η παλαιότερη βεβαιωμένη ταφή –περίπτωση δηλαδή στην οποία μπορούμε να συμπεράνουμε πως πρόκειται για τη συνειδητή και ηθελημένη, τελετουργική εναπόθεση του νεκρού από τους επιζώντες– έχει βρεθεί σε σπήλαιο στη θέση Απήδημα της Μέσα Μάνης, όπου μiα γυναίκα είχε ενταφιαστεί σε έντονα συνεσταλμένη στάση σε ένα κοίλωμα του σπηλαίου (Νεότερη Παλαιολιθική). Σημαντικό είναι πως τη νεκρή συνόδευαν 7 οστέινα εργαλεία, ένα οστό ζώου (ελάφου), καθώς και μικρά τρυπημένα κοχύλια, που πιθανώς προέρχονταν από περιδέραιο. Το κρανίο της γυναίκας δεν βρέθηκε και οι ανασκαφείς υποθέτουν πως θα πρέπει να είχε εναποτεθεί σε άλλο σημείο. Το στοιχείο αυτό, μαζί με δύο ακόμη κρανία που βρέθηκαν τελετουργικά τοποθετημένα στο σπήλαιο, δείχνει πως και εδώ τελούνταν το έθιμο της ξεχωριστής ταφής των κρανίων, το οποίο μαρτυρείται και για άλλες παλαιολιθικές, μεσολιθικές και νεολιθικές θέσεις στην Ευρώπη και την Ασία.
Ταφές της Μεσολιθικής εποχής έχουν διαπιστωθεί στο σπήλαιο της Θεόπετρας στη Θεσσαλία, όπου βρέθηκε η ταφή μιας γυναίκας, και στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας (Αρχαιότερη Μεσολιθική), όπου μια μικρή ομάδα ταφών, συμπεριλαμβανομένων και δύο καύσεων, βρέθηκαν μπροστά στο στόμιο του σπηλαίου. Οι καύσεις ήταν δευτερογενείς, δηλαδή οι νεκροί είχαν αποτεφρωθεί σε διαφορετικό σημείο και μετά είχαν εναποτεθεί στον τελικό χώρο ταφής. Μια νεότερη ταφή (Νεότερη Μεσολιθική) στην ίδια θέση δείχνει φροντίδα για το νεκρό, ο κορμός και η λεκάνη του οποίου είχαν καλυφθεί από μικρές πέτρες. Κοχύλια και οστά ζώων πιθανώς συνόδευαν τις ταφές. Οστά που βρέθηκαν διασκορπισμένα μέσα στο σπήλαιο ενδέχεται να ανήκουν σε ταφές: έχει υποστηριχθεί πως τα διασκορπισμένα οστά, αντί για μεταγενέστερη διατάραξη ή έλλειψη σεβασμού προς τους νεκρούς, αποτελούσαν ιδιαίτερο στοιχείο των ταφικών τελετών της εποχής.
Περισσότερα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις ταφικές πρακτικές της Νεολιθικής εποχής. Οι ταφές, και κυρίως οι παιδικές, βρίσκονται πολλές φορές μέσα στα όρια των οικισμών, είτε στα σπήλαια είτε στους ανοιχτούς χώρους, συχνά κάτω από τα δάπεδα των οικιών. Μαρτυρούνται τόσο το έθιμο του ενταφιασμού και της καύσης, όσο και εκείνο της δευτερογενούς ταφής, της μεταφοράς δηλαδή των οστών από τον αρχικό σε διαφορετικό χώρο ταφής. Η πρακτική αυτή βεβαιώνεται ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική είτε σε ανοιχτούς οικισμούς, όπως ο Πρόδρομος στη Θεσσαλία, είτε σε σπήλαια, όπως η Αλεπότρυπα στη Λακωνία. Μερικές φορές βρίσκουμε πολλαπλές ταφές. Τα δύο πρωιμότερα νεκροταφεία, δηλαδή χώροι ενταφιασμού σαφώς διαχωρισμένοι από το χώρο οίκισης, εμφανίζονται στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής, στις θέσεις Σουφλί Μαγούλα και Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, στη Θεσσαλία. Και στα δύο νεκροταφεία, οι ταφές αποτελούνται από δευτερογενείς καύσεις, όπου τα αποτεφρωμένα οστά είχαν τοποθετηθεί σε αγγεία, μέσα σε λάκκους. Στους ενταφιασμούς, οι νεκροί βρίσκονται κατά κανόνα σε συνεσταλμένη στάση. Πολλοί από τους τάφους της Νεολιθικής δεν περιέχουν κτερίσματα. Οι πιο φροντισμένες ταφές περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία, οστά ζώων, αγγεία ή ειδώλια.
Η συνειδητή, «αρχιτεκτονική» παρέμβαση στο χώρο ως τμήμα των ταφικών τελετών εμφανίζεται ήδη, σε πρωτόλεια μορφή, από την Παλαιολιθική εποχή, με τις πέτρες που περιέβαλλαν την ταφή στο Απήδημα. Στα νεκροταφεία της Ύστερης/Τελικής Νεολιθικής στην Κέα (Κεφάλα) και την Εύβοια (Θαρρούνια), οι νεκροί ενταφιάζονταν σε τάφους κατασκευασμένους από ασβεστόλιθο ή σχιστόλιθο. Με την πάροδο των αιώνων, η αρχιτεκτονική του τάφου, αλλά και του σήματος του τάφου, εξελίχθηκε, παίρνοντας ποικίλες μορφές, και, με την ανάπτυξη ιεραρχικών κοινωνιών, μνημειακές διαστάσεις για τους νεκρούς των ανώτερων κοινωνικών τάξεων.
Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού
Τα νεκροταφεία της 3ης χιλιετίας π.Χ. στις Κυκλάδες βρίσκονται κατά κανόνα κοντά στους οικισμούς. Τα περισσότερα είναι μικρά σε μέγεθος, και το νεκροταφείο της Χαλανδριανής της Σύρου, όπου ερευνήθηκαν περισσότεροι από 600 τάφοι, αποτελεί εξαίρεση. Χαρακτηριστικό των νεκροταφείων, ανεξαρτήτως μεγέθους, είναι η διευθέτηση των τάφων σε ομάδες, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις πρέπει να δηλώνει την οικογενειακή χρήση των τάφων. Χαρακτηριστικός για τις Κυκλάδες είναι ο ενταφιασμός σε έντονα συνεσταλμένη στάση, σε κιβωτιόσχημους τάφους που πιο συχνά έχουν σχήμα τραπεζίου στην κάτοψη. Στη Σύρο έχουν βρεθεί κτιστοί τάφοι με στέγαση κατά τον εκφορικό τρόπο (Πρωτοκυκλαδική ΙΙ), ενώ τάφοι λαξευτοί στο φυσικό έδαφος έχουν βρεθεί στη Μήλο (από τα μέσα της Πρωτοκυκλαδικής III). Πολλοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, ιδιαίτερα κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, είχαν δύο ή, σπανίως, τρία επίπεδα, για να δεχτούν περισσότερες από μία ταφές. Πολλαπλές ταφές μπορούσαν να γίνουν και σε κιβωτιόσχημους τάφους με ένα μόνο επίπεδο. Σε πολλές περιπτώσεις, το έδαφος του τάφου καλυπτόταν από πηλό και βότσαλα ή λίθους, και σε άλλες το κεφάλι του νεκρού ακουμπούσε επάνω σε ένα λίθο, σαν προσκεφάλαιο. Χαρακτηριστικό είναι πως, ενώ ο σκελετός των παλαιότερων ταφών μετακινούνταν στο μέσο του τάφου για να γίνει η επόμενη ταφή, το κρανίο αφηνόταν στη θέση του. Τα κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς περιλαμβάνουν συνήθως πήλινα αντικείμενα, λεπίδες οψιανού, κοχύλια, λίθινες χάντρες, μαρμάρινα ειδώλια και αγγεία, αν και οι περισσότερες ταφές δεν ήταν πλούσια κτερισμένες. Άλλα είδη, όπως τα όπλα και τα αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα, είναι σπάνια. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως τα πλακόστρωτα, που συναντώνται πάνω από μεμονωμένους τάφους ή πάνω από ομάδες τάφων στα κυκλαδικά νεκροταφεία, λειτουργούσαν ως σήματα των τάφων ή ακόμη πως εξυπηρετούσαν την τέλεση επιτάφιων τελετών.
Οι κιβωτιόσχημοι και οι λαξευτοί τάφοι συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, σε θέσεις εκτός των οικισμών, για ταφές ενηλίκων. Από τα μέσα της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙΙ εμφανίστηκε, για τα παιδιά, και η πρακτική του εγχυτρισμού, δηλαδή του ενταφιασμού μέσα σε αγγεία, η οποία συνεχίστηκε και κατά τη Μέση και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, συνήθως μέσα στους οικισμούς, κοντά ή και κάτω από τα δάπεδα των οικιών.
Η νεολιθική πρακτική του ενταφιασμού σε σπήλαια και σε βραχοσκεπές συνεχίστηκε στην Κρήτη και κατά τους Πρωτομινωικούς και Μεσομινωικούς Ι Α χρόνους. Αν και ταφές γίνονταν και σε απλούς λάκκους ή κιβωτιόσχημους τάφους, χαρακτηριστικό στοιχείο της μινωικής Κρήτης αποτελούσε ο ενταφιασμός και οι τάφοι που προορίζονταν για πολλαπλές διαδοχικές ταφές. Στην ανατολική και την κεντρική Κρήτη, από την Πρωτομινωική ΙΙ και έπειτα, προτιμούνταν οι λεγόμενοι «τάφοι-οικίες», δηλαδή κτιστοί τάφοι με λιτή ή σύνθετη εσωτερική αρχιτεκτονική διαμόρφωση, που εμφανίζουν ομοιότητες με την οικιστική αρχιτεκτονική. Στη νότια Κρήτη, ιδιαίτερα στην πεδιάδα της Μεσαράς, έως και τη Μεσομινωική ΙΙ τουλάχιστον, προτιμούνταν οι κτιστοί κυκλικοί τάφοι, των οποίων ο τρόπος στέγασης δεν είναι βεβαιωμένος (δεν ξέρουμε δηλαδή αν πρόκειται για θολωτούς τάφους). Και οι δύο τύποι τάφων χρησιμοποιούνταν για πολλαπλές ταφές. Τα οστά των παλαιότερων ταφών, κυρίως τα κρανία, σωρεύονταν σε μια άκρη ή σε διαφορετικό χώρο (τα προσκτίσματα των κυκλικών τάφων ή τα δωμάτια των τάφων-οικιών), συχνά συνοδευόμενα από τελετουργικά τοποθετημένα κτερίσματα. Πλακόστρωτα και βωμοί που βρίσκονται στο χώρο των ταφών αποτελούν ενδείξεις τελετουργιών, χωρίς όμως να είναι σαφές εάν αποδέκτης της λατρείας είναι οι ίδιοι οι νεκροί ή θεότητες των οποίων η προστασία αποζητάται για χάρη των νεκρών. Τα ίχνη πυράς, που έχουν βρεθεί μέσα στους τάφους, από άλλους ερμηνεύονται ως κατάλοιπα νεκροδείπνων και από άλλους ως ενδείξεις για την απολύμανση των τάφων. Κατά την Πρωτομινωική ΙΙΙ εμφανίστηκε η ταφή σε πίθους και λάρνακες, πρακτική που έγινε όλο και συνηθέστερη. Χαρακτηριστικά νεκροταφεία με ταφές του είδους είναι αυτά της Παχυάμμου και του Σφουγγαρά. Λάρνακες και πίθοι χρησιμοποιούνταν επίσης στους κυκλικούς τάφους και στους τάφους-οικίες, συχνά για πολλαπλές ταφές. Από τη Μεσομινωική ΙΙ/ΙΙΙ, ο λαξευτός θαλαμοειδής (ή σπηλαιοειδής) τάφος εμφανίστηκε στην περιοχή της Κνωσού όπου και κυρίως επικράτησε, συνεχίζοντας και στην υστερομινωική περίοδο.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα, οργανωμένα νεκροταφεία έχουν ανασκαφεί στον Άγιο Κοσμά, τον Μαραθώνα, στη Μάνικα της Εύβοιας, στο Ελαφονήσι, στις Λιθαρές και στα Λουκίσια. Παιδικές, κυρίως, ταφές εντός των οικισμών βρίσκονται σε πολλές περιοχές κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο, όπως στην Τίρυνθα, την Ασίνη, τη Βοϊδοκοιλιά κ.α. Το έθιμο του ενταφιασμού στη συνεσταλμένη στάση κυριάρχησε στον ελλαδικό χώρο, αν και υπήρχαν και περιπτώσεις καύσεων. Τα κτερίσματα περιλαμβάνουν κυρίως κεραμεική, λεπίδες οψιανού, λίθινα αγγεία και ειδώλια, χάλκινα εργαλεία, και είδη καλλωπισμού. Πέρα από τους απλούς λάκκους και τους κιβωτιόσχημους τάφους, σε αρκετές θέσεις, όπως στη Μάνικα, στις Λιθαρές και στα Λουκίσια, κατασκευάζονταν λαξευτοί θαλαμωτοί τάφοι. Οι θάλαμοι είναι διάφορων σχημάτων στην κάτοψη και προορίζονταν για μία ή περισσότερες ταφές. Στο Νυδρί της Λευκάδας ανασκάφηκε ένα νεκροταφείο 33 τύμβων, ο καθένας από τους οποίους κάλυπτε μία κεντρική ταφή σε κτιστό τάφο, λάκκο ή πίθο, καθώς επίσης έως και τρεις δευτερεύοντες τάφους. Μερικοί από τους κεντρικούς τάφους ήταν ιδιαίτερα πλούσια κτερισμένοι για τα μέτρα της περιόδου, με χάλκινα, ασημένια ή και χρυσά αντικείμενα, και το γεγονός ότι οι δευτερεύοντες τάφοι ήταν φτωχότεροι είναι ίσως ενδεικτικό κοινωνικής διαφοροποίησης.
Κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο, οι ατομικές ταφές σε συνεσταλμένη στάση, σε λάκκους ή κιβωτιόσχημους τάφους και σε πίθους κυριάρχησαν, είτε εντός των ορίων του οικισμού είτε σε χώρους ταφής που, αν και διαχωρισμένοι από τους οικισμούς, βρίσκονταν πολύ κοντά σε αυτούς. Σπανιότερα, ατομικές ταφές στα είδη τάφων που αναφέραμε καλύπτονταν –και έτσι ομαδοποιούνταν, δηλώνοντας τη χρήση τους από συγγενικές ομάδες– από τύμβους, μικρότερων ή μεγαλύτερων διαστάσεων, τα περισσότερα παραδείγματα των οποίων βρίσκονται στην Αττική, την Αργολίδα και τη Μεσσηνία. Οι περισσότερες ταφές βρίσκονται τελείως ακτέριστες. Όταν υπάρχουν, τα κτερίσματα περιλαμβάνουν κεραμεική, κυρίως σχήματα που συνδέονται με την κατανάλωση φαγητού και ποτού, κοσμήματα, εργαλεία και όπλα. Ένας τάφος που βρέθηκε στην Κολώνα της Αίγινας, περιείχε, εκτός από ένα χρυσό διάδημα, μεγάλη ποικιλία εξαρτημάτων οπλισμού, ούτως ώστε να προοικονομεί τις «ταφές πολεμιστών» της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Από τα τέλη της Μεσοελλαδικής περιόδου, η πιο επιμελημένη κατασκευή, η επαναχρησιμοποίηση και τα πλουσιότερα κτερίσματα μερικών τάφων σηματοδοτούν τη μετάβαση στην επόμενη περίοδο.
Ύστερη Εποχή του Χαλκού
Χαρακτηριστικό για τις ταφικές πρακτικές της περιόδου στον ελλαδικό χώρο είναι πως οι τάφοι προορίζονταν κυρίως για να χρησιμοποιηθούν για διαδοχικές ταφές και πως οι νεκροί θάβονταν κατά κανόνα εκτάδην. Επίσης, τόσο η αρχιτεκτονική και η κατασκευή των τάφων, όσο και το είδος και η ποσότητα των κτερισμάτων φανερώνουν ιδιαίτερη επένδυση πλούτου για ορισμένες κατηγορίες νεκρών. Η χρήση των δύο ταφικών κύκλων των Μυκηνών ξεκίνησε από το τέλος της Μεσοελλαδικής και συνεχίστηκε μέχρι και τις αρχές της Υστεροελλαδικής περιόδου. Πρωιμότερος είναι ο ταφικός κύκλος Β, που είναι μεγαλύτερος, και ακολουθεί ο ταφικός κύκλος Α, ο οποίος είναι πλουσιότερος σε ευρήματα. Οι κύκλοι περιέκλειαν μεγάλους, ορθογώνιους λακκοειδείς τάφους (αλλά και τάφους διαφορετικού τύπου), οι περισσότεροι από τους οποίους προορίζονταν για πολλαπλές ταφές. Τα κτερίσματα από τους λακκοειδείς τάφους περιλάμβαναν τα περίφημα χρυσά προσωπεία, χρυσές μάσκες, δηλαδή, που είχαν τοποθετηθεί στο πρόσωπο των νεκρών, χρυσά επιστήθια, αντικείμενα-σύμβολα εξουσίας, εξαρτήματα οπλισμού, μεταξύ των οποίων και κράνη από δόντια κάπρου, κοσμήματα, πολυτελή αγγεία συμποσίου, είδη καλλωπισμού, αντικείμενα τέχνης εισηγμένα κυρίως από την Κρήτη, πολυτελή ρυτά κ.ά. Κάποιοι από τους τάφους των δύο κύκλων σημαίνονταν από λίθινες στήλες, μερικές από τις οποίες έφεραν ανάγλυφες εικονιστικές παραστάσεις, που μάλλον πρέπει να ερμηνευτούν ως σκηνές μάχης και κυνηγιού, δηλαδή ως σκηνές που αντλούν το συμβολισμό τους από τις εν ζωή δραστηριότητες των νεκρών, παρά ως επιθανάτιοι αγώνες. Επιτύμβιες στήλες, αν και ακόσμητες, έχουν βρεθεί ήδη από τη Μεσοελλαδική περίοδο και σε άλλες θέσεις, όπως η Λέρνα και η Ελευσίνα. Οι πρώτοι θολωτοί τάφοι εμφανίστηκαν στα τέλη της Μεσοελλαδικής περιόδου στη Μεσσηνία και από την αρχή της Υστεροελλαδικής περιόδου διαδόθηκαν στις υπόλοιπες περιοχές της Πελοποννήσου, ενώ από την αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙ περιόδου και εξής και στον υπόλοιπο μυκηναϊκό κόσμο. Σταθερά αρχιτεκτονικά στοιχεία των θολωτών τάφων αποτελούν ο διάδρομος πρόσβασης, ο λεγόμενος δρόμος, του οποίου οι πλευρές στα επιβλητικότερα παραδείγματα είναι κτιστές, το στόμιο και ο στεγαζόμενος κατά τον εκφορικό τρόπο κυκλικός θάλαμος. Το κουφιστικό τρίγωνο επάνω από την είσοδο στοχεύει να ελαφρύνει το υπέρθυρο από το βάρος της κτιστής κατασκευής και του χωμάτινου τύμβου που κάλυπτε τους τάφους. Από τους μνημειωδέστερους θολωτούς τάφους είναι του «Ατρέα» και της «Κλυταιμνήστρας» στις Μυκήνες και ο «Θησαυρός του Μινύα» στον Ορχομενό, που ανάγονται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ. Οι θαλαμωτοί τάφοι εμφανίστηκαν στην Αργολίδα, τη Μεσσηνία και τη Λακωνία από την Υστεροελλαδική Ι, αλλά η χρήση τους γενικεύτηκε κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ. Η χρήση των περισσότερων συνεχίστηκε έως το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου. Μοιάζουν με τους θολωτούς στα συστατικά αρχιτεκτονικά τους στοιχεία, είναι όμως λαξευτοί, και ο θάλαμος αποκτά διάφορα και πολλές φορές ακανόνιστα σχήματα. Στους θολωτούς και θαλαμωτούς τάφους, οι νεκροί κατά κανόνα ενταφιάζονταν εκτάδην, στο δάπεδο του θαλάμου ή σε θρανία, αν και μερικές φορές μπορούσαν να εναποτεθούν σε λάκκους ή κόγχες. Οι παλαιότερες ταφές σωρεύονταν σε μία άκρη του θαλάμου, μαζί με τα κτερίσματά τους, ή τοποθετούνταν σε λάκκους στο δρόμο του τάφου, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για τις επόμενες ταφές. Τα κτερίσματα στους θολωτούς τάφους περιλαμβάνουν κυρίως είδη καλλωπισμού, κοσμήματα και όπλα. Μερικοί από τους θαλαμωτούς είναι μεγάλοι σε μέγεθος και με πλούσια κτερίσματα, αντίστοιχα με εκείνα των θολωτών τάφων. Μπροστά από το στόμιο αρκετών τάφων στην Αργολίδα και τη Μεσσηνία, ιδιαίτερα κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α-Β, έχουν βρεθεί σπασμένες κύλικες που έχουν ερμηνευτεί ως ένδειξη για χοές ή κατανάλωση ποτού προς τιμήν των νεκρών. Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ, οι νεκροί στους θαλαμωτούς τάφους μερικές φορές τοποθετούνταν μέσα σε πήλινες λάρνακες. Λάρνακες από τους τάφους της Τανάγρας φέρουν γραπτή διακόσμηση με σκηνές από επιθανάτιες τελετές, συμπεριλαμβανομένων της πρόθεσης και της πομπής θρηνωδών. Οι ενδείξεις για ξύλινα φέρετρα είναι σπάνιες, λόγω της φύσης του υλικού, που αποσυντίθεται. Παράλληλα με τους θαλαμωτούς, θολωτούς, και παρόμοιους κτιστούς τάφους, οι λάκκοι, οι κιβωτιόσχημοι και η κάλυψή τους με τύμβους συνεχίστηκαν στον κυρίως ελλαδικό χώρο, αν και η διάδοσή τους διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Παρότι σπάνιο, το έθιμο της καύσης δεν ήταν άγνωστο κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ. Τα περισσότερα παραδείγματα χρονολογούνται στο τέλος της περιόδου και έχουν βρεθεί στην Περατή, τη Θήβα, την Αργολίδα, τη Ρόδο, την Κω κ.α.
Στην Κρήτη, τα νεκροταφεία της Υστερομινωικής περιόδου εντοπίζονταν γενικά σε διαφορετικές θέσεις από ό,τι τα παλιότερα, ενώ επικράτησαν νέοι τύποι τάφων. Εμφανίστηκαν οι μεγάλοι λακκοειδείς και οι θολωτοί τάφοι του ηπειρωτικού τύπου. Οι θολωτοί τάφοι, με κυκλικό ή ορθογώνιο θάλαμο, αποτελούσαν το χώρο ταφής της τοπικής αριστοκρατίας, ιδιαίτερα κατά την Υστερομινωική ΙΙΙ. Τύποι της προηγούμενης περιόδου συνεχίστηκαν, χαρακτηριστικό όμως αποτέλεσε η διάδοση της ταφής σε πήλινες λάρνακες, ιδιαίτερα κατά την Υστερομινωική ΙΙΙ. Πολλές είναι διακοσμημένες με εικονιστικές παραστάσεις, με πιο γνωστές αυτές της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας, που απεικονίζουν ταφικές τελετές, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την απόδοση προσφορών στον νεκρό, τη θυσία ζώου και χοές. Το έθιμο της καύσης μαρτυρείται για το νεκροταφείο με πίθους στον Ολούντα. Οι χαρακτηριστικοί μυκηναϊκοί τύποι τάφων και τα σχετικά ταφικά έθιμα φαίνεται πως υιοθετήθηκαν και στις Κυκλάδες κατά την Υστεροκυκλαδική περίοδο.
Υπομυκηναϊκή/Πρωτογεωμετρική περίοδος
Η βασική αλλαγή στα ταφικά έθιμα, που σηματοδοτεί τη μετάβαση στην Εποχή του Σιδήρου, είναι η επικράτηση της ατομικής ταφής σε κιβωτιόσχημους τάφους ή σε λάκκους. Μόνο σε μερικές περιοχές, όπως η Μεσσηνία, η Κρήτη και η Θεσσαλία, συνεχίστηκε η παράδοση των πολλαπλών ταφών σε θολωτούς τάφους – στη Θεσσαλία, παράλληλα με την πρακτική της ατομικής ταφής. Περισσότερες από μία ταφές κάλυπταν και οι τύμβοι του πρωτογεωμετρικού και γεωμετρικού νεκροταφείου στη Βεργίνα, η χρήση μερικών από τους οποίους συνεχίστηκε έως και τον 6ο αι. π.Χ. Παράλληλα, το έθιμο της καύσης, είτε πρωτογενούς, δηλαδή κατά χώραν, στον τόπο ταφής, είτε της δευτερογενούς, συνήθως σε τεφροδόχα αγγεία τοποθετημένα σε λάκκους, σταδιακά γενικεύτηκε και σε μερικές περιοχές, όπως η Αθήνα και το Λευκαντί στην Εύβοια, κυριάρχησε. Στις περισσότερες περιοχές, η καύση προοριζόταν για τους ενήλικες, ενώ τα παιδιά ενταφιάζονταν. Τα περισσότερα νεκροταφεία βρίσκονται εκτός των οικισμών, αν και παιδικές ταφές μαζί με ταφές ενηλίκων –που ίσως ήταν οι μητέρες των παιδιών– στο εσωτερικό των οικισμών έχουν διαπιστωθεί, για παράδειγμα, στη Νέα Ιωνία του Βόλου και την Ασίνη. Η Αττική προσφέρει τα πιο γνωστά παραδείγματα τοποθέτησης ενός μεγάλου αγγείου, κρατήρα ή αμφορέα, καθώς και μίας λίθινης πλάκας, ως σημάτων του τάφου, πρακτική που παρατηρείται και σε άλλες περιοχές. Μικροί κατά κανόνα χωμάτινοι τύμβοι, καθώς και περίβολοι, σήμαιναν επίσης τους τάφους.
Η πιο εντυπωσιακή ταφή της Πρωτογεωμετρικής περιόδου έχει βρεθεί στο Λευκαντί της Εύβοιας, όπου η καύση ενός άντρα, συνοδευόμενη από τον ενταφιασμό μιας γυναίκας και τη θυσία τεσσάρων αλόγων, έγινε στο εσωτερικό ενός αψιδωτού κτηρίου, που μετά την ταφή καλύφτηκε από χωμάτινο τύμβο. Και οι δύο ταφές περιείχαν πολύτιμα κτερίσματα. Έχει υποστηριχτεί πως η γυναίκα θανατώθηκε προκειμένου να ακολουθήσει τον άνδρα στο θάνατο. Η θυσία αλόγων μαρτυρείται ήδη από τη Μέση Εποχή του Χαλκού για τον ελλαδικό χώρο και είναι γνωστή και από τη Σαλαμίνα της Κύπρου και την Κρήτη κατά τον 8ο αι. π.Χ. Στην Αθήνα και στο Λευκαντί συναντάται η πρακτική της «θανάτωσης» μερικών από τα όπλα που προσφέρονταν σε άντρες, η οποία μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή περίοδο και συνεχίστηκε και στη Γεωμετρική: τα όπλα έχαναν, έτσι, συμβολικά τη χρηστική τους αξία και αφιερώνονταν αποκλειστικά στους νεκρούς.
Γεωμετρική περίοδος
Αν και ακολουθώντας το γενικό μοντέλο της ατομικής ταφής και με παρόμοια είδη κτερισμάτων, οι ταφικές πρακτικές, ιδιαίτερα όσον αφορά την προτίμηση προς τον ενταφιασμό ή την καύση, διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Σχετική ομοιομορφία παρατηρείται στην Πελοπόννησο, όπου κυριαρχούσε ο ενταφιασμός σε κιβωτιόσχημους τάφους ή αγγεία. Η Αθήνα είναι ένα ακραίο παράδειγμα, καθώς στην ίδια πόλη η προτίμηση μεταστράφηκε από τη μία πρακτική στην άλλη αρκετές φορές κατά τη διάρκεια τόσο των γεωμετρικών, όσο και των αρχαϊκών χρόνων. Η σήμανση των τάφων, ανάλογα με τη θέση και την περιοχή, μπορούσε να γίνει με χωμάτινους τύμβους, λιθοσωρούς, ταφικούς περιβόλους, λίθινες πλάκες ή πήλινα αγγεία. Στην Αθήνα, ως σήματα τοποθετούνταν κρατήρες και αμφορείς μνημειακών διαστάσεων, διακοσμημένοι με σκηνές της πρόθεσης και της εκφοράς, καθώς και σκηνές αρμάτων και μάχης.
Αρχαϊκή/Κλασική/Ελληνιστική περίοδος
Έως τα μέσα του 7ου αι. π. Χ., οι περισσότερες από τις πόλεις του ελλαδικού χώρου, των Κυκλάδων, αλλά και της Κρήτης, διέθεταν μεγάλα οργανωμένα νεκροταφεία εκτός των πόλεων, κατά μήκος των δρόμων, και από τον 6ο αι. π.Χ. ακόμη και οι παιδικές ταφές εντός των οικισμών ήταν πια σπάνιες. Παρ’ όλα αυτά, εξαιρέσεις στον κανόνα υπήρχαν και οι πληροφορίες από τις πηγές, πως στη Σπάρτη και την αποικία της, τον Τάραντα, οι ταφές γίνονταν μέσα στην πόλη, έχουν επιβεβαιωθεί –για τον Τάραντα– από ανασκαφικά ευρήματα. Γενικά, ο ενταφιασμός υπερίσχυε έναντι της καύσης. Σε αρκετές περιοχές, οι νεκροί ενταφιάζονταν σε πήλινες ή λίθινες σαρκοφάγους. Ένας νέος τύπος τάφου, ο κεραμοσκεπής, εμφανίστηκε κατά τα τέλη των αρχαϊκών χρόνων, διαδόθηκε κατά τους κλασικούς χρόνους και παρέμεινε συνήθης και μετά τους ελληνιστικούς χρόνους. Προοριζόταν τόσο για τους ενήλικες, όσο και για τα παιδιά, και κυρίως για ενταφιασμούς: μεγάλα κεραμίδια κάλυπταν το νεκρό, ο οποίος τοποθετούνταν στο έδαφος ή πάνω σε κεράμους.
Έναν ιδιαίτερο τύπο τάφου αντιπροσωπεύουν οι λεγόμενοι μακεδονικοί τάφοι, η πλειονότητα των οποίων έχει βρεθεί στη Μακεδονία. Το βασικό τους στοιχείο είναι ο κεντρικός θάλαμος, ορθογώνιας κάτοψης, που στεγάζεται με ημικυλινδρική, κτιστή καμάρα. Πολλοί είναι διθάλαμοι, διαθέτουν δηλαδή και έναν προθάλαμο, συνήθως επίσης καμαροσκεπή, ενώ η πρόσβαση στον τάφο γινόταν από το δρόμο. Μεγάλοι χωμάτινοι τύμβοι κάλυπταν τους μακεδονικούς τάφους, συχνά αποκτώντας μνημειακές διαστάσεις. Στους πιο επιμελημένους μακεδονικούς τάφους υπάρχουν μαρμάρινες θύρες, ενώ η πρόσοψή τους μιμείται το δωρικό ή ιωνικό αρχιτεκτονικό ρυθμό, με ημικίονες, επιστύλιο, ζωφόρο και αέτωμα. Τόσο η πρόσοψη, όσο και το εσωτερικό των τάφων διακοσμούνταν με χρωματιστά κονιάματα. Μερικοί από τους μακεδονικούς τάφους φέρουν εικονιστική διακόσμηση, με την απεικόνιση αντικειμένων, όπως όπλα ή στεφάνια, με σκηνές από το μυθολογικό κύκλο της Περσεφόνης και του Άδη, σκηνές μάχης, συμποσίου, αρματοδρομίας, ή με την απεικόνιση του ίδιου του νεκρού. Οι τάφοι αυτοί προορίζονταν για περισσότερες από μία ταφές και κάποιοι χρησιμοποιούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, είτε για καύσεις είτε για ενταφιασμούς. Λίθινες κλίνες ή σαρκοφάγοι τοποθετούνταν πολλές φορές στον θάλαμο, κατά μήκος των τοίχων, διακοσμημένες έτσι ώστε να μιμούνται πραγματικές κλίνες. Η παρουσία ξύλινων κλινών μαρτυρείται συνήθως από τα διακοσμητικά τους στοιχεία που βρίσκονται μέσα στους τάφους, μαζί με άλλα πολύτιμα κτερίσματα, όταν αυτά έχουν διασωθεί από τη σύληση. Χρονολογούμενοι από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. έως και τον πρώιμο 2ο αι. π.Χ., οι μακεδονικοί τάφοι, μαζί με τους μνημειακούς κιβωτιόσχημους, προορίζονταν για τα μέλη της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας και της αριστοκρατίας.
Χαρακτηριστικά των δυναστικών τάφων του 4ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία ήταν τα μνημειακά ταφικά κτίσματα, τα οποία συνδυάζουν στοιχεία της ελληνικής ναοδομίας με τοπικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως το ψηλό πόδιο και η βαθμιδωτή στέγαση, που περιέχουν ή καλύπτουν τον ταφικό θάλαμο και ενσωματώνουν ανάγλυφα και ολόκληρα αγάλματα.
Ως σήματα των τάφων κατά τα αρχαϊκά χρόνια λειτουργούσαν τα αγγεία, διακοσμημένα με ποικίλες παραστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των μυθολογικών θεμάτων ή θεμάτων που συνδέονταν με τα ταφικά έθιμα, λίθινες στήλες, με εγχάρακτη, γραπτή ή ανάγλυφη διακόσμηση ή και ολόκληρα αγάλματα. Οι χαρακτηριστικότεροι τύποι αρχαϊκών επιτύμβιων αγαλμάτων ήταν οι κούροι και οι κόρες, δηλαδή οι μορφές του γυμνού όρθιου νέου και της ενδεδυμένης όρθιας νέας, αλλά χρησιμοποιούνταν και άλλοι αγαλματικοί τύποι, όπως οι ενδεδυμένοι άντρες, καθιστές μορφές αντρών και γυναικών, και ιππείς. Σπανιότερα ήταν τα αγάλματα θεοτήτων, αλλά παραδείγματα έχουν βρεθεί, επί του τάφου ή στο χώρο του νεκροταφείου, στην Κυρήνη, την Αθήνα, την Κύμη κ.α. Από τις αρχαϊκές στήλες, ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι στήλες του Πρινιά, του 7ου αι. π.Χ., που έφεραν εγχάρακτη παράσταση μιας μορφής, πολεμιστή, γυναίκας που κλώθει ή γυναίκας που κρατάει ένα πουλί και στεφάνι, ή καθιστής μορφής με σκήπτρο, και ήταν εντοιχισμένες σε ταφικά κτίσματα. Οι αρχαϊκές στήλες έφεραν γενικά γραπτή, εγχάρακτη ή ανάγλυφη παράσταση και έδειχναν τις μορφές σε πλάγια όψη, κυρίως νέους αθλητές ή πολεμιστές, άντρες πολεμιστές, αλλά και καθιστές γυναίκες, τη μητέρα με το παιδί της, ιππείς κ.ά.
Δαιμονικά όντα, όπως οι σφίγγες και οι γοργόνες, έστεκαν σε ρόλο φύλακα απευθείας στον τάφο ή αποτελούσαν τμήμα της επιτύμβιας στήλης. Οι σειρήνες εμφανίστηκαν ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια αλλά έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς κατά τον 4ο αι. π.Χ., και μπορούσαν να αναπαριστώνται ως θρηνωδοί ή μουσικοί. Ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, τον τάφο σήμαιναν και αγάλματα ζώων, από τα οποία το πιο δημοφιλές ήταν το λιοντάρι, τόσο ως φύλακας, όσο και ως σύμβολο δύναμης. Αγάλματα λιονταριών, μνημειακών διαστάσεων και επί ψηλών ποδίων, σήμαιναν κατά τους κλασικούς χρόνους και τους συλλογικούς τάφους, τα πολυάνδρια, ή τα κενοτάφια αντρών που είχαν πεθάνει στη μάχη.
Η μεγαλύτερη σειρά παραστατικών επιτύμβιων στηλών και αναγλύφων των κλασικών χρόνων προέρχεται από την Αττική. Τα ανάγλυφα που περιβάλλονται από αρχιτεκτονικό πλαίσιο το οποίο στηρίζει επιστύλιο και αέτωμα, οι λεγόμενοι ναΐσκοι, με τον καιρό αναπτύχθηκαν σε πραγματικά οικοδομήματα. Λιτότερες στήλες έφεραν την παράσταση σε χαμηλό ανάγλυφο σε μια μετόπη και είχαν αετωματική, ανθεμωτή ή οριζόντια επίστεψη. Με εικονιστικές παραστάσεις κοσμούνταν και οι μεγάλες μαρμάρινες λήκυθοι και λουτροφόροι, που λειτουργούσαν ως σήματα κυρίως τον 4ο αι. π.Χ. στην Αττική. Η δεξίωση, δηλαδή η χειραψία, ήταν η χαρακτηριστική χειρονομία που συνέδεε τις μορφές στα αθηναϊκά κλασικά επιτύμβια και διαδόθηκε στα επιτύμβια άλλων περιοχών της Ελλάδας κατά τα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια.
Επιτύμβια ανάγλυφα με την παράσταση του λεγόμενου «νεκρόδειπνου», δηλαδή ενός ανακεκλιμένου συμποσιαστή που κατά κανόνα συνοδεύεται από μια καθιστή γυναίκα και έναν οινοχόο, έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου από τους κλασικούς χρόνους, αλλά διαδόθηκαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, συνεχίζοντας και αργότερα. Αυτός ο εικονογραφικός τύπος χρησιμοποιήθηκε νωρίτερα, και εξακολούθησε να χρησιμοποιείται παράλληλα με τα επιτύμβια, για ηρωικά αναθηματικά ανάγλυφα. Από την ηρωική εικονογραφία αντλούνταν επίσης οι προτομές των αλόγων και η μορφή του φιδιού που ελίσσεται γύρω από ένα δέντρο, τα οποία είναι χαρακτηριστικά θέματα στα ελληνιστικά επιτύμβια, είτε σε σκηνές «νεκροδείπνων» είτε σε άλλες, και κυρίως σε σχέση με τις μορφές νέων ανδρών.
Οι αρχαίες ελληνικές στήλες μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως είναι οι στήλες γυναικών που πέθαναν στη γέννα ή των δηλιακών στηλών αντρών που πνίγηκαν στη θάλασσα, απεικόνιζαν ή υποδήλωναν τον τρόπο θανάτου του νεκρού – ένα ρόλο που αναλάμβαναν πολλές φορές τα επιγράμματα. Χαρακτηριστικό της εικονογραφίας των στηλών είναι πως απεικόνιζαν τους νεκρούς σε πρότυπους κοινωνικούς ρόλους και σε σκηνές που –είτε περιλάμβαναν μία μορφή είτε οικογενειακές παραστάσεις– αποτελούν κατά κανόνα ιδεατά «στιγμιότυπα» από την επίγεια ζωή (ο πολεμιστής, ο αθλητής, η συνοχή του οίκου κ.λπ).
Απλές ενεπίγραφες στήλες, οι οποίες ανέφεραν μόνο τα ονόματα των νεκρών, ή οι κοντοί ενεπίγραφοι κιονίσκοι που παράγονταν μαζικά στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή Αθήνα, αποτελούσαν πιο λιτές μορφές λίθινων σημάτων, ενώ πολλοί τάφοι δεν διέθεταν καθόλου λίθινα σήματα.
Αρχικά, στους δημόσιους επιτάφιους λόγους για τους νεκρούς των πολέμων του 5ου αι. π.Χ., ο χαιρετισμός χαίρε / χαίρετε, κατεξοχήν προσφώνηση προς θεϊκές δυνάμεις, άρχισε να χρησιμοποιείται για ιδιωτικά επιγράμματα στον 4ο αι., αλλά συναντιόταν συχνά μόνο από τον 3ο αι. π.Χ. και έπειτα. Ο χαρακτηρισμός των νεκρών ως «ηρώων» στις επιγραφές και στα επιγράμματα είναι επίσης στοιχείο των ελληνιστικών, κυρίως των μέσων και ύστερων, και των ρωμαϊκών χρόνων. Λατρεία αντίστοιχη με εκείνη των ηρώων εγκαθιδρυόταν κυρίως με κρατική πρωτοβουλία, για τους νεκρούς των πολέμων ή τους νομοθέτες, πολιτικούς, στρατηγούς και οικιστές. Η εγκαθίδρυση λατρείας ηρωικού χαρακτήρα για τους προσφάτως θανόντες με ιδιωτική πρωτοβουλία ήταν φαινόμενο των ελληνιστικών χρόνων.
Πληροφορίες για τα έθιμα που προηγούνταν της ταφής αντλούμε τόσο από την εικονογραφία, όσο και από φιλολογικές και επιγραφικές πηγές. Οι γυναίκες του σπιτιού έπλεναν το σώμα του νεκρού, το άλειφαν με λάδι, το έντυναν και το τοποθετούσαν στην κλίνη, στρωμένη με κλαδιά, ετοιμάζοντάς το έτσι για την πρόθεση, που γινόταν την επομένη του θανάτου και όπου συγκεντρώνονταν οι συγγενείς για να θρηνήσουν το νεκρό. Το χρώμα των ρούχων του νεκρού ήταν γενικά λευκό ή κόκκινο, αλλά, όπως και το χρώμα των ρούχων των πενθούντων, μπορούσε να διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Η εκφορά ήταν η διαδικασία μεταφοράς του νεκρού από το σπίτι στον τόπο ταφής. Κατά την Κλασική περίοδο, η εκφορά γινόταν την τρίτη ημέρα μετά το θάνατο.
Ο θρήνος έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο και τελούνταν κατεξοχήν από τις γυναίκες, τόσο από τα μέλη της οικογένειας, όσο και από επαγγελματίες θρηνωδούς, η ύπαρξη των οποίων μαρτυρείται ήδη από τα ομηρικά έπη. Η χαρακτηριστική χειρονομία για το γυναικείο θρήνο, το τράβηγμα των μαλλιών ή το κράτημα του κεφαλιού με τα δύο χέρια, παρατηρείται από πολύ νωρίς, ήδη στις λάρνακες της Τανάγρας ή σε ειδώλια θρηνωδών της ίδιας περιόδου, που έχουν βρεθεί στην Περατή της Αττικής, στην Ιαλυσό της Ρόδου και στο Καμίνι της Νάξου. Η ίδια χειρονομία επαναλαμβάνεται σε ειδώλια και παραστάσεις τουλάχιστον μέχρι και την πρώιμη ελληνιστική περίοδο, αν και από τον 7ο αι. π.Χ. και έπειτα, οι γυναίκες μπορούν να αναπαρίστανται φέρνοντας μόνο το ένα χέρι στο κεφάλι. Το κόψιμο των μαλλιών και ο αυτοτραυματισμός στο πρόσωπο ήταν επίσης χαρακτηριστικές εκφράσεις θρήνου και πένθους. Οι άνδρες κατά κανόνα αναπαριστώνταν με το ένα χέρι μόνο υψωμένο, σε μια χειρονομία που συνήθως ερμηνεύεται ως επίσημος χαιρετισμός ή μέρος μιας πιο συγκροτημένης μορφής θρήνου.
Στις ταφές του ύστερου 5ου αι. π.Χ. και έπειτα συχνά προσέφεραν στο νεκρό νομίσματα, συνήθεια η οποία ερμηνεύεται ως η προμήθεια των νεκρών με τον οβολό του Χάροντα, του πορθμέα των ψυχών, ειδικά στις περιπτώσεις που τα νομίσματα βρίσκονται στο χέρι ή το στόμα των νεκρών. Ο Χάροντας, ο Ερμής, ο Ύπνος και ο Θάνατος απεικονίζονται σε κάποιες από τις κλασικές λευκές ληκύθους.
Οι πηγές αναφέρουν το περίδειπνο, γεύμα στο σπίτι του νεκρού ή κάποιου συγγενή μετά την ταφή. Οι τελετές προς τιμήν των νεκρών δεν εξαντλούνταν με την ταφή. Οι συγγενείς επισκέπτονταν τον τάφο σε συγκεκριμένες ημέρες, τις οποίες οι πηγές ονομάζουν τα ένατα (ή δέκατα) και τριακόστια, προσδιορίζοντας έτσι το χρόνο τέλεσης των επιμνημόσυνων τελετών – τα τρίτα πρέπει να ταυτίζονται με την ημέρα της ταφής. Οι πληροφορίες που έχουμε για το τι περιλάμβαναν αυτές οι τελετές είναι ελάχιστες, αλλά όπως δείχνουν και οι σκηνές των λευκών ληκύθων και των ερυθρόμορφων αγγείων της Απουλίας, ο στολισμός του τάφου, η προσφορά λουλουδιών και στεφανιών, η προσφορά φαγητού και οι χοές θα πρέπει να αποτελούσαν σταθερές πράξεις. Η διάρκεια του πένθους διέφερε από περιοχή σε περιοχή, και ενώ, για παράδειγμα στο Γάμβρειο, στη Μικρά Ασία, διαρκούσε 4 μήνες για τους άντρες και 5 μήνες για τις γυναίκες, στη Σπάρτη η διάρκειά του ήταν περιορισμένη στις 11 ημέρες. Ετήσιες τελετές, τα ενιαύσια ή κατ΄ ενιαυτόν αποτελούσαν σταθερή πρακτική σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, περιλαμβάνοντας, τουλάχιστον, την προσφορά φαγητού και καρπών και χοών και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή κρατικές τελετές, τη θυσία ζώων. Τα Γενέσια, τα Νεμέσια, καθώς και η τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων, οι Χύτροι, ήταν επίσης τελετές αφιερωμένες στους νεκρούς. Οι πηγές αναφέρουν και άλλες τελετές προς τιμήν των νεκρών, όπως τα Νεκύσια, τα Ωραία, τα Επιτάφια ή τις Μιαρές Ημέρες, για τις οποίες όμως δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε περισσότερο, παρά ότι ήταν ετήσιες.
Στις πηγές των κλασικών χρόνων, ο θάνατος είναι, μαζί με τη γέννα, μία από τις κύριες πηγές μιάσματος. Οι συγγενείς του νεκρού έπρεπε να περάσουν από διάφορες καθαρτήριες τελετές προκειμένου να μπορέσουν να επανενσωματωθούν στον κοινωνικό ιστό και να μπορέσουν ακόμη και να εξασκήσουν τη λατρεία των θεών. Οι ιερείς δεν ακολουθούσαν τις κηδείες και ο τόπος ταφής κατά κανόνα βρισκόταν μακριά από τα ιερά.
Νόμοι που αφορούσαν την τέλεση των ταφικών εθίμων μαρτυρούνται από την αρχαϊκή έως και την ελληνιστική περίοδο, από μια σειρά πόλεις. Καθόριζαν στοιχεία όσον αφορά την τέλεση των νόμιμων εθίμων από τους συγγενείς, τον αριθμό των συμμετεχόντων, τη διάρκεια του πένθους κ.ά., και στόχευαν κυρίως στον περιορισμό της επίδειξης πλούτου με αφορμή τις επιθανάτιες τελετές και την κατασκευή των τάφων, καθώς και στον έλεγχο της υπερβολής στην έκφραση του θρήνου, ιδιαίτερα από τις γυναίκες. Τα κίνητρα πίσω από αυτές τις νομοθεσίες ήταν τόσο θρησκευτικά, όσο και κοσμικά, με βασική τη διατήρηση της «δημόσιας τάξης» και την αποδυνάμωση των επιμέρους αριστοκρατικών συγγενικών ομάδων, για τις οποίες οι τελετές αυτές αποτελούσαν πεδίο επίδειξης και ισχυροποίησης της εσωτερικής τους συνοχής.
Λεπτομέρεια από τη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας Κρήτης. Χρονολογείται γύρω στο 1400 π.Χ. Στις δύο πλευρές της απεικονίζεται λατρεία νεκρών.
Επιτύμβια στήλη του 410 π.Χ. από τον Κεραμεικό της Αθήνας. Όπως μας πληροφορεί το επιτύμβιο επίγραμμα στο επιστύλιο, εικονίζεται η Αμφαρέτη με το εγγόνι της, και οι δύο νεκροί.
Η μεγάλη χρυσή λάρνακα που βρέθηκε μέσα στη μαρμάρινη σαρκοφάγο του θαλάμου του τάφου του Φιλίππου Β’ στη Βεργίνα.
Dictionary of Greek. 2013.